denture$20137$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

denture$20137$ - translation to ελληνικό

PROSTHETIC DEVICE CONSTRUCTED TO REPLACE A FULL SET OF MISSING TEETH
Artificial teeth; Denture; False teeth; Denture irritation; Artificial tooth; Dental plate; Fake teeth; Fake tooth; Intaglio (dentistry); Denture Stabilization; Denture base; Denture design; Denture rebasing; Denture repair; Denture retention
  • Carved ivory dentures from the 18th century. Left is lower/mandibular; upper/maxillary is at right.
  • Vending of dentures in [[Marrakesh]] ([[Morocco]]).
  • Occlusal]] view of the same maxillary denture
  • [[Pierre Fauchard]] described the construction of dentures using a metal frame, animal bone teeth, and [[leaf spring]]s in 1728.<ref name="moriyama" />

denture      
n. οδοντοστοιχία, μασέλα

Ορισμός

Denture
·noun An artificial tooth, block, or set of teeth.

Βικιπαίδεια

Dentures

Dentures (also known as false teeth) are prosthetic devices constructed to replace missing teeth, supported by the surrounding soft and hard tissues of the oral cavity. Conventional dentures are removable (removable partial denture or complete denture). However, there are many denture designs, some which rely on bonding or clasping onto teeth or dental implants (fixed prosthodontics). There are two main categories of dentures, the distinction being whether they fit onto the mandibular arch or on the maxillary arch.